οξ(ε)ιδάση

οξ(ε)ιδάση
η
(βιοχ.) ένζυμο που δρα καταλυτικά στην προσήλωση μοριακού οξυγόνου στο υδρογόνο ενός υποστρώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oxidase < oxid-, τ. τού διεθνούς επιστημονικού λεξιλογίου (< oxidation «οξείδωση»)+ -ase, κατάλ. τής χημικής ορολογίας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υπεροξειδάση — η, Ν (βιοχ.) κάθε ένζυμο με τετραπυρρολικό συνένζυμο, το οποίο οξειδώνει ένα υπόστρωμα, λ.χ. φαινόλες ή αρωματικές αμίνες, με τη χρησιμοποίηση τού ενεργού ατομικού οξυγόνου τών υπεροξειδίων, ιδιαίτερα τού οξυγονούχου ύδατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”